- ὑψερεφής
- ὑψερεφήςhigh-roofedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υψερεφής — και ὑψηρεφής, ές, Α 1. αυτός που έχει ψηλή οροφή, ψηλοτάβανος («ὑψερεφές μέγα δῶμα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ερεφής / ηρεφής (< ἐρέφω), πρβλ. ἀμφ ηρεφής] … Dictionary of Greek
ὑψερεφεῖς — ὑψερεφής high roofed masc/fem acc pl ὑψερεφής high roofed masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψερεφέα — ὑψερεφής high roofed neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ὑψερεφής high roofed masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψερεφές — ὑψερεφής high roofed masc/fem voc sg ὑψερεφής high roofed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψερεφῶν — ὑψερεφής high roofed masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερέφω — ἐρέφω και ἐρέπτω (Α) 1. στεγάζω, καλύπτω με στέγη, σκεπάζω («ξύλοις ἤρεψεν τὴν οἰκίαν», Δημοσθ.) 2. επιστέφω, στεφανώνω, καλύπτω με στεφάνι 3. διακοσμώ, στολίζω κάτι σαν με στεφάνι ή με άνθη («κρανίοις... ναόν... ἐρέφοντα», Πίνδ.) 4. καλύπτω,… … Dictionary of Greek
υψηλόστεγος — ον, Μ ὑψερεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + στεγος (< στέγη), πρβλ. πολύ στεγος] … Dictionary of Greek
υψηρεφής — ές, Α βλ. ὑψερεφής … Dictionary of Greek